- ανταγωνιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον ανταγωνισμό, που είναι πρόσφορος σ' αυτόν: Μερικά προϊόντα μας δεν είναι ανταγωνιστικά των όμοιών τους άλλων χωρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.